πεσιμιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεσιμιστικός < πεσιμιστ(ής) + -ικός < γαλλική pessimiste < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός)
Επίθετο
επεξεργασίαπεσιμιστικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πεσιμιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεσιμιστικός
|