Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεσιμιστικός η πεσιμιστική το πεσιμιστικό
      γενική του πεσιμιστικού της πεσιμιστικής του πεσιμιστικού
    αιτιατική τον πεσιμιστικό την πεσιμιστική το πεσιμιστικό
     κλητική πεσιμιστικέ πεσιμιστική πεσιμιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεσιμιστικοί οι πεσιμιστικές τα πεσιμιστικά
      γενική των πεσιμιστικών των πεσιμιστικών των πεσιμιστικών
    αιτιατική τους πεσιμιστικούς τις πεσιμιστικές τα πεσιμιστικά
     κλητική πεσιμιστικοί πεσιμιστικές πεσιμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσιμιστικός < πεσιμιστ(ής) + -ικός < γαλλική pessimiste < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός)

  Επίθετο επεξεργασία

πεσιμιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία