πεσιμιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεσιμιστικά < πεσιμιστικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπεσιμιστικά
- κατά τρόπο πεσιμιστικό, απαισιόδοξα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πεσιμιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεσιμιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεσιμιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πεσιμιστικό