Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πελματοβάμονα
      γενική των πελματοβάμονων
πελματοβαμόνων
    αιτιατική τα πελματοβάμονα
     κλητική πελματοβάμονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελματοβάμονα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πελματοβάμων < αρχαία ελληνική πέλμα + βαίνω ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική plantigrada[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελματοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνια στον ενικό: πελματοβάμον)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία