πελματοβάμονα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πελματοβάμονα | ||
γενική | των | πελματοβάμονων & πελματοβαμόνων | ||
αιτιατική | τα | πελματοβάμονα | ||
κλητική | πελματοβάμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελματοβάμονα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πελματοβάμων < αρχαία ελληνική πέλμα + βαίνω ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική plantigrada[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πελματοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνια στον ενικό: πελματοβάμον)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πελματοβάμονα
|
- ↑ πελματοβάμονα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας