πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελματοβάμων η πελματοβάμων το πελματοβάμον
      γενική του πελματοβάμονος της πελματοβάμονος του πελματοβάμονος
    αιτιατική τον πελματοβάμονα την πελματοβάμονα το πελματοβάμον
     κλητική πελματοβάμων πελματοβάμων πελματοβάμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελματοβάμονες οι πελματοβάμονες τα πελματοβάμονα
      γενική των πελματοβαμόνων των πελματοβαμόνων των πελματοβαμόνων
    αιτιατική τους πελματοβάμονες τις πελματοβάμονες τα πελματοβάμονα
     κλητική πελματοβάμονες πελματοβάμονες πελματοβάμονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πελματοβάμων < πέλμα, πελματ- + -ο- + αρχαία ελληνική -βάμων (< βαίνω). Δείτε και δακτυλοβάμων.

πελματοβάμων, -ων, -ον

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία