Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δακτυλοβάμονα
      γενική των δακτυλοβάμονων
    αιτιατική τα δακτυλοβάμονα
     κλητική δακτυλοβάμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δακτυλοβάμονα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δακτυλοβάμων ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική digitigrada[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δακτυλοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνιος ο ενικός δακτυλοβάμον)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία