↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρολογία οι πατρολογίες
      γενική της πατρολογίας των πατρολογιών
    αιτιατική την πατρολογία τις πατρολογίες
     κλητική πατρολογία πατρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική patrologie[1] < ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική patrology[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική patrologia[2] < αρχαία ελληνική πατήρ + λέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.tro.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τρο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατρολογία θηλυκό

  1. (θρησκεία) θεολογικός κλάδος που μελετά τα συγγράμματα και τη διδασκαλία των εκκλησιαστικών πατέρων ή συγγραφέων
  2. (συνεκδοχικά) τα βιβλία που περιέχουν τα σχετικά συγγράμματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πατρολογίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πατρολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας