Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατρολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πατρολογικ
ός
η
πατρολογικ
ή
το
πατρολογικ
ό
γενική
του
πατρολογικ
ού
της
πατρολογικ
ής
του
πατρολογικ
ού
αιτιατική
τον
πατρολογικ
ό
την
πατρολογικ
ή
το
πατρολογικ
ό
κλητική
πατρολογικ
έ
πατρολογικ
ή
πατρολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πατρολογικ
οί
οι
πατρολογικ
ές
τα
πατρολογικ
ά
γενική
των
πατρολογικ
ών
των
πατρολογικ
ών
των
πατρολογικ
ών
αιτιατική
τους
πατρολογικ
ούς
τις
πατρολογικ
ές
τα
πατρολογικ
ά
κλητική
πατρολογικ
οί
πατρολογικ
ές
πατρολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πατρολογικός
<
πατρολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πατρολογικός, -ή, -ό
(
θρησκεία
) σχετικός με την
πατρολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πατρολογικός
αγγλικά
:
patrological
(en)