πατιναρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπατιναρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πατινάρω (στη σημασία: «συντελώ στον σχηματισμό πατίνας σε επιφάνεια»)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατιναρισμένος
|
πατιναρισμένος
|