Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατίνα οι πατίνες
      γενική της πατίνας των πατίνων
    αιτιατική την πατίνα τις πατίνες
     κλητική πατίνα πατίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατίνα < αγγλική patina

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
το άγαλμα της Ελευθερίας οφείλει το χρώμα του στην πατίνα

πατίνα θηλυκό

  • η επικάλυψη μιας χάλκινης ή ορειχάλκινης επιφάνειας με μια πρασινωπή ουσία που είναι αποτέλεσμα φυσικής οξείδωσης ή που δημιουργείται με την κατάλληλη κατεργασία για λόγους προστασίας ή αισθητικής
  • η κάλυψη μιας επιφάνειας, από οποιοδήποτε υλικό, με βερνίκι που απομιμείται τη φυσική οξείδωση και δημιουργεί τεχνητή παλαίωση
η κρεβατοκάμαρα θα γίνει πατίνα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • η πατίνα του χρόνου: τα ίχνη που αφήνει η πάροδος του χρόνου σε πράγματα ή και σε πρόσωπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία