πατινάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατινάρω < πατίνι + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική patiner[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική pattinare[1])
Ρήμα
επεξεργασίαπατινάρω
Συγγενικά
επεξεργασία- πατινάρισμα
- → δείτε τη λέξη πατίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατινάρω < πατίνα + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική patiner[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική patinare[1])
Ρήμα
επεξεργασίαπατινάρω
- συντελώ στον σχηματισμό πατίνας σε επιφάνεια
Συγγενικά
επεξεργασία- πατινάρισμα
- πατιναρισμένος
- → δείτε τη λέξη πατίνα