Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατινάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πατινάρισμα
τα
πατιναρίσμα
τ
α
γενική
του
πατιναρίσμα
τ
ος
των
πατιναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πατινάρισμα
τα
πατιναρίσμα
τ
α
κλητική
πατινάρισμα
πατιναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πατινάρισμα
<
πατινάρω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατινάρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πατινάρω
…
…με την
έννοια
: «
κάνω
πατινάζ
»
…με την
έννοια
: «
συντελώ
στον
σχηματισμό
πατίνας
σε
επιφάνεια
»
Μεταφράσεις
επεξεργασία
με την έννοια: «
κάνω πατινάζ
»
ρουμανικά
:
patinaj
(ro)