παστοκύδωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.stoˈci.ðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στο‐κύ‐δω‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
παστοκύδωνο ουδέτερο
- (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη
- άλλες μορφές: κυδωνόπαστο
- (μεταφορικά) το δώρο που προσφέρεται για παράνομες συναλλαγές ή απόκτηση εύνοιας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παστοκύδωνο
|