Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολτοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολτοποιημέν
ος
η
πολτοποιημέν
η
το
πολτοποιημέν
ο
γενική
του
πολτοποιημέν
ου
της
πολτοποιημέν
ης
του
πολτοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
πολτοποιημέν
ο
την
πολτοποιημέν
η
το
πολτοποιημέν
ο
κλητική
πολτοποιημέν
ε
πολτοποιημέν
η
πολτοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολτοποιημέν
οι
οι
πολτοποιημέν
ες
τα
πολτοποιημέν
α
γενική
των
πολτοποιημέν
ων
των
πολτοποιημέν
ων
των
πολτοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
πολτοποιημέν
ους
τις
πολτοποιημέν
ες
τα
πολτοποιημέν
α
κλητική
πολτοποιημέν
οι
πολτοποιημέν
ες
πολτοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πολτοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πολτοποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
απολτοποίητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πολτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολτοποιημένος