Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολτοποιημένος η πολτοποιημένη το πολτοποιημένο
      γενική του πολτοποιημένου της πολτοποιημένης του πολτοποιημένου
    αιτιατική τον πολτοποιημένο την πολτοποιημένη το πολτοποιημένο
     κλητική πολτοποιημένε πολτοποιημένη πολτοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολτοποιημένοι οι πολτοποιημένες τα πολτοποιημένα
      γενική των πολτοποιημένων των πολτοποιημένων των πολτοποιημένων
    αιτιατική τους πολτοποιημένους τις πολτοποιημένες τα πολτοποιημένα
     κλητική πολτοποιημένοι πολτοποιημένες πολτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πολτοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία