Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρτσακλός η παρτσακλή το παρτσακλό
      γενική του παρτσακλού της παρτσακλής του παρτσακλού
    αιτιατική τον παρτσακλό την παρτσακλή το παρτσακλό
     κλητική παρτσακλέ παρτσακλή παρτσακλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρτσακλοί οι παρτσακλές τα παρτσακλά
      γενική των παρτσακλών των παρτσακλών των παρτσακλών
    αιτιατική τους παρτσακλούς τις παρτσακλές τα παρτσακλά
     κλητική παρτσακλοί παρτσακλές παρτσακλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρτσακλός < (άμεσο δάνειο) τουρκική parça (τμήμα, κομμάτι) < περσική پارچه ‎(pārče) < پاره ‎(pāre) + κατάληξη υποκοριστικού چه ‎(če)

  Επίθετο επεξεργασία

παρτσακλός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία