παρτσάβλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρτσάβλα < ενδεχομένως από το κούτσαβλος (ο πολύ κουτσός), με επίδραση του τουρκικού προθέματος parç- (παρτσ-), σε λέξεις όπως parçalamak (κατακερματίζω),[1] parça (τεμάχιο) κ.τ.π.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /parˈtsa.vla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐τσά‐βλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρτσάβλα θηλυκό (αρσενικό παρτσαβλός)
- (ιδιωματικό) η κουτσή
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παρτσαλής (ποντιακά)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 248.