Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρβοϊός οι παρβοϊοί
      γενική του παρβοϊού των παρβοϊών
    αιτιατική τον παρβοϊό τους παρβοϊούς
     κλητική παρβοϊέ παρβοϊοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρβοϊός < λατινική parvus + ιός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική parvovirus)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /par.vo.iˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐βο‐ι‐ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρβοϊός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία