↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόκλωνος η μονόκλωνη το μονόκλωνο
      γενική του μονόκλωνου της μονόκλωνης του μονόκλωνου
    αιτιατική τον μονόκλωνο τη μονόκλωνη το μονόκλωνο
     κλητική μονόκλωνε μονόκλωνη μονόκλωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόκλωνοι οι μονόκλωνες τα μονόκλωνα
      γενική των μονόκλωνων των μονόκλωνων των μονόκλωνων
    αιτιατική τους μονόκλωνους τις μονόκλωνες τα μονόκλωνα
     κλητική μονόκλωνοι μονόκλωνες μονόκλωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονόκλωνος < ελληνιστική κοινή μονόκλωνος < μονο- + κλῶνος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

μονόκλωνος, -η, -ο

  1. (βοτανική) για φυτό: που έχει ένα μόνο βλαστό
     αντώνυμα: πολύκλωνος
  2. νήμα που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
  3. για καλώδιο: που αποτελείται από ένα μόνο σύρμα ή μεταλλικό πυρήνα
     αντώνυμα: πολύκλωνο καλώδιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία