κλῶνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλῶνος | οἱ | κλῶνοι | ||||
γενική | τοῦ | κλώνου | τῶν | κλώνων | ||||
δοτική | τῷ | κλώνῳ | τοῖς | κλώνοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κλῶνον | τοὺς | κλώνους | ||||
κλητική ὦ! | κλῶνε | κλῶνοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλώνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλώνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλῶνος (ελληνιστική κοινή) < κλωνίον (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < αρχαία ελληνική κλών (κλαδί) [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλῶνος, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) το κλωνάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλώνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κλώνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κλῶνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.