↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλώνος οι κλώνοι
      γενική του κλώνου των κλώνων
    αιτιατική τον κλώνο τους κλώνους
     κλητική κλώνε κλώνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλώνος < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈklo.nos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλώνος αρσενικό

  1. (λόγιο) κλωνάρι
  2. ζώο ή άνθρωπος που έχει παραχθεί τεχνητά από έναν πρόγονο και του οποίου αποτελεί πανομοιότυπο αντίγραφο

[σε περίπτωση που το mtDNA/μιτοχονδριακό DNA είναι διαφορετικό (λόγω μη αντικατάστασης του ωαριακού mtDNA), θεωρείται χρωμοσωματικός μα όχι πλήρως κλώνος | μερικός-χρωμοσωμικός κλώνος, χρωμοκλώνος ή χρωμόκλωνος]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία