κλώνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κλώνος | οι | κλώνοι |
γενική | του | κλώνου | των | κλώνων |
αιτιατική | τον | κλώνο | τους | κλώνους |
κλητική | κλώνε | κλώνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλώνος < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλώνος αρσενικό
- (λόγιο) κλωνάρι
- ζώο ή άνθρωπος που έχει παραχθεί τεχνητά από έναν πρόγονο και του οποίου αποτελεί πανομοιότυπο αντίγραφο
[σε περίπτωση που το mtDNA/μιτοχονδριακό DNA είναι διαφορετικό (λόγω μη αντικατάστασης του ωαριακού mtDNA), θεωρείται χρωμοσωματικός μα όχι πλήρως κλώνος | μερικός-χρωμοσωμικός κλώνος, χρωμοκλώνος ή χρωμόκλωνος]
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλώνος
|