Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραστρατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραστρατημέν
ος
η
παραστρατημέν
η
το
παραστρατημέν
ο
γενική
του
παραστρατημέν
ου
της
παραστρατημέν
ης
του
παραστρατημέν
ου
αιτιατική
τον
παραστρατημέν
ο
την
παραστρατημέν
η
το
παραστρατημέν
ο
κλητική
παραστρατημέν
ε
παραστρατημέν
η
παραστρατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραστρατημέν
οι
οι
παραστρατημέν
ες
τα
παραστρατημέν
α
γενική
των
παραστρατημέν
ων
των
παραστρατημέν
ων
των
παραστρατημέν
ων
αιτιατική
τους
παραστρατημέν
ους
τις
παραστρατημέν
ες
τα
παραστρατημέν
α
κλητική
παραστρατημέν
οι
παραστρατημέν
ες
παραστρατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραστρατημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραστρατίζω
/
παραστρατώ
Μετοχή
επεξεργασία
παραστρατημένος, -η, -ο
που έχει
παραστρατήσει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
παραστρατισμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαραστράτιστος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποκλίνων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραστρατημένος
αγγλικά
:
deviant
(en)
,
wandering
(en)
wandered
(en)
γαλλικά
:
dévoyé
(fr)
,
délinquant
(fr)