↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράπλευρος η παράπλευρη το παράπλευρο
      γενική του παράπλευρου της παράπλευρης του παράπλευρου
    αιτιατική τον παράπλευρο την παράπλευρη το παράπλευρο
     κλητική παράπλευρε παράπλευρη παράπλευρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράπλευροι οι παράπλευρες τα παράπλευρα
      γενική των παράπλευρων των παράπλευρων των παράπλευρων
    αιτιατική τους παράπλευρους τις παράπλευρες τα παράπλευρα
     κλητική παράπλευροι παράπλευρες παράπλευρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράπλευρος < γαλλική latéral, παρά- + -πλευρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

παράπλευρος, -η, -ο

  1. που εφάπτεται κατά μήκος της μιας πλευράς του με κάτι άλλο, συνορεύοντας άμεσα μαζί του
     συνώνυμα: προσκείμενος
  2. που πραγματοποιείται κατά μήκος μιας γραμμής ή πλευράς
    παράπλευρη κυκλοφορία
  3. που συμβαίνει έμμεσα, εξαιτίας κάποιου άλλου
    παράπλευρες απώλειες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία