παράπλευρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παράπλευρος, -η, -ο
- που εφάπτεται κατά μήκος της μιας πλευράς του με κάτι άλλο, συνορεύοντας άμεσα μαζί του
- που πραγματοποιείται κατά μήκος μιας γραμμής ή πλευράς
- παράπλευρη κυκλοφορία
- που συμβαίνει έμμεσα, εξαιτίας κάποιου άλλου
- παράπλευρες απώλειες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παράπλευρος