collateral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcollateral (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) παράπλευρος
- ⮡ collateral damage - παράπλευρες απώλειες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcollateral (en) (μη μετρήσιμο)
- (οικονομία) η εγγύηση, περιουσία ή κάτι πολύτιμο που υπόσχομαι να δώσω σε κάποιον εάν δεν μπορώ να επιστρέψω τα χρήματα που δανείζομαι
- ⮡ They put up their house as collateral.
- Έβαλαν το σπίτι τους εγγύηση.
- ⮡ They put up their house as collateral.