παπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παπικός | η | παπική | το | παπικό |
γενική | του | παπικού | της | παπικής | του | παπικού |
αιτιατική | τον | παπικό | την | παπική | το | παπικό |
κλητική | παπικέ | παπική | παπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παπικοί | οι | παπικές | τα | παπικά |
γενική | των | παπικών | των | παπικών | των | παπικών |
αιτιατική | τους | παπικούς | τις | παπικές | τα | παπικά |
κλητική | παπικοί | παπικές | παπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παπικός < πάπ(ας) + -ικός, (μεταφραστικό δάνειο) μεσαιωνική λατινική papalis. Διαφορετικό το ελληνιστικό παππικός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαπαπικός, -ή, -ό
- (χριστιανισμός) που ανήκει, αναφέρεται σε ή χαρακτηρίζει τον Πάπα της Ρώμης
- (ως ουσιαστικό, μειωτικό) ο καθολικός, αυτός που ακολουθεί την καθολική εκκλησία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παπικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας