παππικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παππικός | ἡ | παππική | τὸ | παππικόν |
γενική | τοῦ | παππικοῦ | τῆς | παππικῆς | τοῦ | παππικοῦ |
δοτική | τῷ | παππικῷ | τῇ | παππικῇ | τῷ | παππικῷ |
αιτιατική | τὸν | παππικόν | τὴν | παππικήν | τὸ | παππικόν |
κλητική ὦ! | παππικέ | παππική | παππικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | παππικοί | αἱ | παππικαί | τὰ | παππικᾰ́ |
γενική | τῶν | παππικῶν | τῶν | παππικῶν | τῶν | παππικῶν |
δοτική | τοῖς | παππικοῖς | ταῖς | παππικαῖς | τοῖς | παππικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | παππικούς | τὰς | παππικᾱ́ς | τὰ | παππικᾰ́ |
κλητική ὦ! | παππικοί | παππικαί | παππικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παππικώ | τὼ | παππικᾱ́ | τὼ | παππικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | παππικοῖν | τοῖν | παππικαῖν | τοῖν | παππικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παππικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πάππ(ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
παππικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) κληρονομημένος από τον παππού
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικό το νεοελληνικό παπικός
Πηγές
επεξεργασία
- παππικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παππικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.