παπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπισμός | οι | παπισμοί |
γενική | του | παπισμού | των | παπισμών |
αιτιατική | τον | παπισμό | τους | παπισμούς |
κλητική | παπισμέ | παπισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πάπας
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
παπισμός στη Βικιπαίδεια