Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοθενικός η παντοθενική το παντοθενικό
      γενική του παντοθενικού της παντοθενικής του παντοθενικού
    αιτιατική τον παντοθενικό την παντοθενική το παντοθενικό
     κλητική παντοθενικέ παντοθενική παντοθενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοθενικοί οι παντοθενικές τα παντοθενικά
      γενική των παντοθενικών των παντοθενικών των παντοθενικών
    αιτιατική τους παντοθενικούς τις παντοθενικές τα παντοθενικά
     κλητική παντοθενικοί παντοθενικές παντοθενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντοθενικός < παντόθεν + -ικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pantothénique

  Επίθετο επεξεργασία

παντοθενικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία