παντοθενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντοθενικός < παντόθεν + -ικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pantothénique
Επίθετο
επεξεργασίαπαντοθενικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντοθενικός
παντοθενικός, -ή, -ό