pantothénique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pantothénique | pantothéniques |
Ετυμολογία επεξεργασία
- pantothénique < αρχαία ελληνική παντόθεν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
pantothénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (βιοχημεία) παντοθενικός, στην έκφραση acide pantothénique