πάτερο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάτερο | τα | πάτερα |
γενική | του | πάτερου | των | πάτερων |
αιτιατική | το | πάτερο | τα | πάτερα |
κλητική | πάτερο | πάτερα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάτερο < μεσαιωνική ελληνική πατερόν < (αρχαία ελληνική ) πάτος (=πάτωμα) + -ερό(ν)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πάτερο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) (λαϊκότροπο) το μεγάλο δοκάρι της στέγης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κολοκύθια στο πάτερο
- (σηκώνω το πάτερο) που σημαίνει κάνω όλη τη δύσκολη δουλειά μόνος μου