πάτερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάτερο | τα | πάτερα |
γενική | του | πάτερου | των | πάτερων |
αιτιατική | το | πάτερο | τα | πάτερα |
κλητική | πάτερο | πάτερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάτερο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάτερο (< πατερόν < (αρχαία ελληνική) πάτος (=πάτωμα) + -ερό(ν)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.te.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐τε‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάτερο ουδέτερο
- (οικοδομική, λαϊκότροπο) το μεγάλο δοκάρι της στέγης
Εκφράσεις
επεξεργασία- κολοκύθια στο πάτερο / κολοκύθια στο πατερό
- (σηκώνω το πάτερο) που σημαίνει κάνω όλη τη δύσκολη δουλειά μόνος μου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πάτερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πάτερο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπάτερο ουδέτερο
- άλλη μορφή του πατερόν: το πάτερο
- άλλες μορφές: πατερό, πάτερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: πάτερο
Πηγές
επεξεργασία- ΠΑΤΕΡΌ, § 1130, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
- σελ.250, Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.