↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οφθαλμοκινητικός η οφθαλμοκινητική το οφθαλμοκινητικό
      γενική του οφθαλμοκινητικού της οφθαλμοκινητικής του οφθαλμοκινητικού
    αιτιατική τον οφθαλμοκινητικό την οφθαλμοκινητική το οφθαλμοκινητικό
     κλητική οφθαλμοκινητικέ οφθαλμοκινητική οφθαλμοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οφθαλμοκινητικοί οι οφθαλμοκινητικές τα οφθαλμοκινητικά
      γενική των οφθαλμοκινητικών των οφθαλμοκινητικών των οφθαλμοκινητικών
    αιτιατική τους οφθαλμοκινητικούς τις οφθαλμοκινητικές τα οφθαλμοκινητικά
     κλητική οφθαλμοκινητικοί οφθαλμοκινητικές οφθαλμοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οφθαλμοκινητικός < οφθαλμός + -ο- + κινητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oculomotor)

  Επίθετο

επεξεργασία

οφθαλμοκινητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία