οφθαλμοκινητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οφθαλμοκινητικότητα < οφθαλμοκινητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oculomotion)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οφθαλμοκινητικότητα θηλυκό
- (ιατρική, σπάνιο) η κινητικότητα των οφθαλμικών μυών και η σχετική ικανότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οφθαλμοκινητικότητα