↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρηθροκολπικός η ουρηθροκολπική το ουρηθροκολπικό
      γενική του ουρηθροκολπικού της ουρηθροκολπικής του ουρηθροκολπικού
    αιτιατική τον ουρηθροκολπικό την ουρηθροκολπική το ουρηθροκολπικό
     κλητική ουρηθροκολπικέ ουρηθροκολπική ουρηθροκολπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρηθροκολπικοί οι ουρηθροκολπικές τα ουρηθροκολπικά
      γενική των ουρηθροκολπικών των ουρηθροκολπικών των ουρηθροκολπικών
    αιτιατική τους ουρηθροκολπικούς τις ουρηθροκολπικές τα ουρηθροκολπικά
     κλητική ουρηθροκολπικοί ουρηθροκολπικές ουρηθροκολπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουρηθροκολπικός < ουρήθρα + -ο- + κολπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urethrovaginal)

  Επίθετο

επεξεργασία

ουρηθροκολπικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία