ουλαμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ουλαμός | οι | ουλαμοί |
γενική | του | ουλαμού | των | ουλαμών |
αιτιατική | τον | ουλαμό | τους | ουλαμούς |
κλητική | ουλαμέ | ουλαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουλαμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐλαμός (πλήθος πολεμιστών) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουλαμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) υπομονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη της ίλης ή της πυροβολαρχίας, που αριθμεί περίπου 30 άνδρες, ισοδύναμο προς τη διμοιρία πεζικού.
- το σχετικό στρατιωτικό τμήμα που παρελαύνει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουλαμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ουλαμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας