Δείτε επίσης: οὐλαμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουλαμός οι ουλαμοί
      γενική του ουλαμού των ουλαμών
    αιτιατική τον ουλαμό τους ουλαμούς
     κλητική ουλαμέ ουλαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλαμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐλαμός (πλήθος πολεμιστών) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλαμός αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) υπομονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη της ίλης ή της πυροβολαρχίας, που αριθμεί περίπου 30 άνδρες, ισοδύναμο προς τη διμοιρία πεζικού.
  2. το σχετικό στρατιωτικό τμήμα που παρελαύνει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία