↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοχώριος η ομοχώρια το ομοχώριο
      γενική του ομοχώριου της ομοχώριας του ομοχώριου
    αιτιατική τον ομοχώριο την ομοχώρια το ομοχώριο
     κλητική ομοχώριε ομοχώρια ομοχώριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοχώριοι οι ομοχώριες τα ομοχώρια
      γενική των ομοχώριων των ομοχώριων των ομοχώριων
    αιτιατική τους ομοχώριους τις ομοχώριες τα ομοχώρια
     κλητική ομοχώριοι ομοχώριες ομοχώρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοχώριος < μεσαιωνική ελληνική ὁμοχώριος[1] / ὁμόχωρος[1] < ελληνιστική κοινή ὁμόχωρος[2] [3] < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + χῶρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.moˈxo.ri.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐χώ‐ρι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοχώριος, -α, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ὁμοχώριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. ὁμόχωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. ομοχώριοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)