ομοταγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομοταγής | η | ομοταγής | το | ομοταγές |
γενική | του | ομοταγούς* | της | ομοταγούς | του | ομοταγούς |
αιτιατική | τον | ομοταγή | την | ομοταγή | το | ομοταγές |
κλητική | ομοταγή(ς) | ομοταγής | ομοταγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομοταγείς | οι | ομοταγείς | τα | ομοταγή |
γενική | των | ομοταγών | των | ομοταγών | των | ομοταγών |
αιτιατική | τους | ομοταγείς | τις | ομοταγείς | τα | ομοταγή |
κλητική | ομοταγείς | ομοταγείς | ομοταγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομοταγής < ελληνιστική κοινή ὁμοταγής[1] [2] < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + τάσσω
Επίθετο
επεξεργασίαομοταγής, -ή, -ές
- (λόγιο) που έχει ταχθεί στην ίδια κατηγορία, τάξη, σειρά κ.λπ. με κάποιον άλλο
- (γραμματική) που συντάσσεται παρόμοια με άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοταγής
|
- ↑ ομοταγής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ὁμοταγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.