↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοστόλιστος η ολοστόλιστη το ολοστόλιστο
      γενική του ολοστόλιστου της ολοστόλιστης του ολοστόλιστου
    αιτιατική τον ολοστόλιστο την ολοστόλιστη το ολοστόλιστο
     κλητική ολοστόλιστε ολοστόλιστη ολοστόλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοστόλιστοι οι ολοστόλιστες τα ολοστόλιστα
      γενική των ολοστόλιστων των ολοστόλιστων των ολοστόλιστων
    αιτιατική τους ολοστόλιστους τις ολοστόλιστες τα ολοστόλιστα
     κλητική ολοστόλιστοι ολοστόλιστες ολοστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοστόλιστος < μεσαιωνική ελληνική ολοστόλιστος < ολο- + στολίζ(ω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολοστόλιστος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία