ολοστόλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοστόλιστος < μεσαιωνική ελληνική ολοστόλιστος < ολο- + στολίζ(ω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαολοστόλιστος, -η, -ο
- που είναι εξολοκλήρου στολισμένος, γεμάτος στολίδια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολοστόλιστος
|