ολιγόνους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ολιγόνους | το | ολιγόνουν | ||
γενική | του/της | ολιγόνου | του | ολιγόνου | ||
αιτιατική | τον/την | ολιγόνου | το | ολιγόνουν | ||
κλητική | ολιγόνους* | ολιγόνουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ολιγόνοες | τα | ολιγόνοα | ||
γενική | των | ολιγονόων | των | ολιγονόων | ||
αιτιατική | τους/τις | ολιγόνοες | τα | ολιγόνοα | ||
κλητική | ολιγόνοες | ολιγόνοα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολιγόνους < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγόνους[1] < αρχαία ελληνική ὀλίγος + νόος / νοῦς
Επίθετο
επεξεργασίαολιγόνους
- (αρχαιοπρεπές) που η νοημοσύνη του είναι χαμηλή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολιγόνους
|
- ↑ ὀλιγόνους - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)