↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μικρόνους το μικρόνουν
      γενική του/της μικρόνου του μικρόνου
    αιτιατική τον/τη μικρόνου το μικρόνουν
     κλητική μικρόνους* μικρόνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόνοες τα μικρόνοα
      γενική των μικρονόων των μικρονόων
    αιτιατική τους/τις μικρόνοες τα μικρόνοα
     κλητική μικρόνοες μικρόνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρόνους < μικρό(νοια) + -νους (μικρό- + νους) αναδρομικός σχηματισμός κατά το άνοια - άνους [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈkɾo.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐νους

  Επίθετο

επεξεργασία

μικρόνους

  1. που έχει περιορισμένη διανοητική ικανότητα
  2. που έχει στενή αντίληψη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία