ολιγαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγαιμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγαιμία < ὀλίγαιμος < ὀλίγος + αἷμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.li.ʝeˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γαι‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγαιμία θηλυκό
- (ιατρική) κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ασθενής που έχει λιγότερη απ’ το κανονικό ποσότητα αίματος, έλλειψη αίματος