πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκταμελής η οκταμελής το οκταμελές
      γενική του οκταμελούς* της οκταμελούς του οκταμελούς
    αιτιατική τον οκταμελή την οκταμελή το οκταμελές
     κλητική οκταμελή(ς) οκταμελής οκταμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκταμελείς οι οκταμελείς τα οκταμελή
      γενική των οκταμελών των οκταμελών των οκταμελών
    αιτιατική τους οκταμελείς τις οκταμελείς τα οκταμελή
     κλητική οκταμελείς οκταμελείς οκταμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
οκταμελής < οκτα- + -μελής