οχταμελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οχταμελής | η | οχταμελής | το | οχταμελές |
γενική | του | οχταμελούς* | της | οχταμελούς | του | οχταμελούς |
αιτιατική | τον | οχταμελή | την | οχταμελή | το | οχταμελές |
κλητική | οχταμελή(ς) | οχταμελής | οχταμελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οχταμελείς | οι | οχταμελείς | τα | οχταμελή |
γενική | των | οχταμελών | των | οχταμελών | των | οχταμελών |
αιτιατική | τους | οχταμελείς | τις | οχταμελείς | τα | οχταμελή |
κλητική | οχταμελείς | οχταμελείς | οχταμελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.xta.meˈlis/
Επίθετο
επεξεργασίαοχταμελής, -ής, -ές
- άλλη μορφή του οκταμελής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαμονομελής · διμελής · τριμελής · τετραμελής · πενταμελής · εξαμελής · επταμελής · εφταμελής · οκταμελής · οχταμελής · εννεαμελής · εννιαμελής · δεκαμελής
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχταμελής
|