Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διμελής η διμελής το διμελές
      γενική του διμελούς* της διμελούς του διμελούς
    αιτιατική τον διμελή τη διμελή το διμελές
     κλητική διμελή(ς) διμελής διμελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διμελείς οι διμελείς τα διμελή
      γενική των διμελών των διμελών των διμελών
    αιτιατική τους διμελείς τις διμελείς τα διμελή
     κλητική διμελείς διμελείς διμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμελής < δι- + -μελής

  Επίθετο επεξεργασία

διμελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από δύο μέλη

Δείτε επίσης επεξεργασία

μονομελής · διμελής · τριμελής · τετραμελής · πενταμελής · εξαμελής · επταμελής · εφταμελής · οκταμελής · οχταμελής · εννεαμελής · εννιαμελής · δεκαμελής

  Μεταφράσεις επεξεργασία