πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαμελής η εξαμελής το εξαμελές
      γενική του εξαμελούς* της εξαμελούς του εξαμελούς
    αιτιατική τον εξαμελή την εξαμελή το εξαμελές
     κλητική εξαμελή(ς) εξαμελής εξαμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαμελείς οι εξαμελείς τα εξαμελή
      γενική των εξαμελών των εξαμελών των εξαμελών
    αιτιατική τους εξαμελείς τις εξαμελείς τα εξαμελή
     κλητική εξαμελείς εξαμελείς εξαμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαμελής < εξα- + -μελής

εξαμελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από έξι μέλη
    εξαμελής οικογένεια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία