οκτάστυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκτάστυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀκτάστυλος < αρχαία ελληνική ὀκτώ (οκτά-) + στῦλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈkta.sti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτά‐στυ‐λος
- ομόηχο: οκτάστηλος
Επίθετο
επεξεργασίαοκτάστυλος, -η, -ο
- που υποστηρίζεται από οκτώ στύλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία οκτάστυλος
|