Δείτε επίσης: οἰνοπῶλις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπώλις οι οινοπώλιδες
      γενική της οινοπώλιδος
(οινοπώλιδας)
των οινοπωλίδων
(οινοπώλιδων)
    αιτιατική την οινοπώλιδα τις οινοπώλιδες
     κλητική οινοπώλι (οινοπώλις) οινοπώλιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οινοπώλις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰνοπῶλις, θηλυκό του αρχαίου οἰνοπώλης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οινοπώλις θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. οινοπώλις — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)