Δείτε επίσης: οινοπώλις
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰνοπῶλις αἱ οἰνοπώλιδες
      γενική τῆς οἰνοπώλιδος τῶν οἰνοπωλίδων
      δοτική τῇ οἰνοπώλιδ ταῖς οἰνοπώλισ(ν)
    αιτιατική τὴν οἰνοπῶλιν τὰς οἰνοπώλιδᾰς
     κλητική ! οἰνοπῶλι οἰνοπώλιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνοπώλιδε
γεν-δοτ τοῖν  οἰνοπωλίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰνοπῶλις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἰνοπώλ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις. Μορφολογικά αναλύεται σε οἰνο- + -πῶλις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰνοπῶλις, -ιδος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία