οινοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.noˈpo.li.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐νο‐πώ‐λισ‐σα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινοπώλισσα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- οινοπώλις (παρωχημένο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε οινοπώλης
οινοπώλισσα
|
Πηγές επεξεργασία
- οινοπώλισσα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)