οιδαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οιδαλέος | η | οιδαλέα | το | οιδαλέο |
γενική | του | οιδαλέου | της | οιδαλέας | του | οιδαλέου |
αιτιατική | τον | οιδαλέο | την | οιδαλέα | το | οιδαλέο |
κλητική | οιδαλέε | οιδαλέα | οιδαλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οιδαλέοι | οι | οιδαλέες | τα | οιδαλέα |
γενική | των | οιδαλέων | των | οιδαλέων | των | οιδαλέων |
αιτιατική | τους | οιδαλέους | τις | οιδαλέες | τα | οιδαλέα |
κλητική | οιδαλέοι | οιδαλέες | οιδαλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οιδαλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰδαλέος < αρχαία ελληνική οἰδ(έω) + -αλέος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðaˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐δα‐λέ‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαοιδαλέος, -α, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) εξογκωμένος, πρησμένος, φουσκωμένος
- ⮡ στον υποθυρεοειδισμό το δέρμα γίνεται οιδαλέο, αδρό, τραχύ καί ξηρό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οιδαλέος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.