↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οζοντόμετρο τα οζοντόμετρα
      γενική του οζοντόμετρου των οζοντόμετρων
    αιτιατική το οζοντόμετρο τα οζοντόμετρα
     κλητική οζοντόμετρο οζοντόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οζοντόμετρο < όζον, οζοντ- + -ό- + -μετρο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonometer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.zoˈdo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ζο‐ντό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οζοντόμετρο θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία