↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ογκοκατασταλτικός η ογκοκατασταλτική το ογκοκατασταλτικό
      γενική του ογκοκατασταλτικού της ογκοκατασταλτικής του ογκοκατασταλτικού
    αιτιατική τον ογκοκατασταλτικό την ογκοκατασταλτική το ογκοκατασταλτικό
     κλητική ογκοκατασταλτικέ ογκοκατασταλτική ογκοκατασταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ογκοκατασταλτικοί οι ογκοκατασταλτικές τα ογκοκατασταλτικά
      γενική των ογκοκατασταλτικών των ογκοκατασταλτικών των ογκοκατασταλτικών
    αιτιατική τους ογκοκατασταλτικούς τις ογκοκατασταλτικές τα ογκοκατασταλτικά
     κλητική ογκοκατασταλτικοί ογκοκατασταλτικές ογκοκατασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ογκοκατασταλτικός (νεολογισμός) < όγκ(ος) + -ο- + κατασταλτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ογκοκατασταλτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία