οβριακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οβριακή | οι | οβριακές |
γενική | της | οβριακής | των | οβριακών |
αιτιατική | την | οβριακή | τις | οβριακές |
κλητική | οβριακή | οβριακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοβριακή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οβριακή
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- οβριακή < θηλυκό του οβριακός < ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοβριακή θηλυκό
- (παρωχημένο) συνοικία ή τόπος με πολλά (όμβρια) ύδατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οβριακή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοβριακή θηλυκό